- πεχλιβάνης
- ο , πεχλιβάνισσα η1) борец; 2) храбрец; молодчик;
κάνω τον πεχλιβάνη — вести себя вызывающе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω τον πεχλιβάνη — вести себя вызывающе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεχλιβάνης — ο βλ. μπεχλιβάνης … Dictionary of Greek
μπεχλιβάνης — και μπιχλιβάνης και πεχλιβάνης, ο, θηλ. ισσα 1. παλαιστής και ιδίως αυτός που εκτελεί αθλητικές επιδείξεις στην ύπαιθρο με σκοπό να κερδίσει χρήματα 2. αυτός που κάνει το παλικάρι, παλικαράς 3. απατεώνας, κατεργάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… … Dictionary of Greek
παλαιστής — ο θηλ. παλαίστρια ο αθλητής της πάλης, αλλ. πεχλιβάνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)